- εξαμβλωματικός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο εξάμβλωμα ή στην εξάμβλωση2. αυτός που μοιάζει με εξάμβλωμα, τερατώδης.[ΕΤΥΜΟΛ. < εξάμβλωμα. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Γεώργ. Παγίδα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εξαμβλωματικός — ή, ό 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην εξάμβλωση (βλ. λ.), εκτρωτικός, που συντελεί στην εξάμβλωση. 2. ο όμοιος με εξάμβλωμα, τερατώδης, τερατόμορφος, οικτρός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)